- ξυρίζω
- ξύρισα, ξυρίστηκα, ξυρισμένος1. κόβω σύριζα τις τρίχες, ξουραφίζω.2. μτφ., βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον με τις φλυαρίες μου ή τα ψέματά μου: Μας ξύρισε δύο ολόκληρες ώρες.3. για αέρα και κρύο, είμαι δυνατός, παγερός: Ξυρίζει σήμερα το κρύο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.